Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἀνδροτής
ἀνδροτυχής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
View word page
ἀνδρόομαι
ἀνδρόομαιpass.contr.vbaor.
ἠνδρώθην
Ion.
ἀνδρώθην
pf.ptcpl.
ἠνδρωμένος
become a mangrow to manhood, grow upHdt. E. Pl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρόομαι
Headword (normalized):
ἀνδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανδροομαι
IDX:
5119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5120
Key:
ἀνδρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνδρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἠνδρώθην</Form><Lbl>Ion.</Lbl><Form>ἀνδρώθην</Form></Tns><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>ἠνδρωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>become a man</Def><Tr>grow to manhood, grow up</Tr><Au>Hdt. E. Pl. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνδρόομαι'}