Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρόομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδροσφαγεῖον
View word page
ἀνδρο-μανής
ἀνδρο-μανήςέςadjμαίνομαι of girlsmad for menPlu.

ShortDef

mad after men, lustful

Debugging

Headword:
ἀνδρομανής
Headword (normalized):
ἀνδρομανής
Headword (normalized/stripped):
ανδρομανης
IDX:
5114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5115
Key:
ἀνδρομανής

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-μανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρο-μανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of girls</Indic><Tr>mad for men</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδρομανής'}