Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
View word page
ἀνδρο-κόβᾱλος
ἀνδρο-κόβᾱλοςουm perh.man acting like an impish deityref. to a womanshe-devilThphr.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδροκόβᾱλος
Headword (normalized):
ἀνδροκόβᾱλος
Headword (normalized/stripped):
ανδροκοβαλος
IDX:
5108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5109
Key:
ἀνδροκόβᾱλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-κόβᾱλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρο-κόβᾱλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>man acting like an impish deity</Def><nS2><Indic>ref. to a woman</Indic><Tr>she-devil</Tr><Au>Thphr.<LblR>cj.</LblR></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδροκόβᾱλος'}