Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
Ἀνδρομέδᾱ
ἀνδρόμεος
View word page
ἀνδρό-κμητος
ἀνδρό-κμητοςονadjof a tombresulting from the labour of menman-madeIl.

ShortDef

wrought by men's hands

Debugging

Headword:
ἀνδρόκμητος
Headword (normalized):
ἀνδρόκμητος
Headword (normalized/stripped):
ανδροκμητος
IDX:
5107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5108
Key:
ἀνδρόκμητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρό-κμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρό-κμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a tomb</Indic><Def>resulting from the labour of men</Def><Tr>man-made</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδρόκμητος'}