Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληψίᾱ
ἀνδρομανής
View word page
ἀνδρο-δάμᾱς
ἀνδρο-δάμᾱςαντοςmasc.fem.adjδάμνημι of a wife, fear, wineman-subduingPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδροδάμᾱς
Headword (normalized):
ἀνδροδάμᾱς
Headword (normalized/stripped):
ανδροδαμας
IDX:
5104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5105
Key:
ἀνδροδάμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-δάμᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρο-δάμᾱς</HL><Infl>αντος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>δάμνημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wife, fear, wine</Indic><Tr>man-subduing</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδροδάμᾱς'}