Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
View word page
ἀνδρο-γόνος
ἀνδρο-γόνοςονadjof a day that is auspiciousfor the birth of a male childHes.

ShortDef

begetting males

Debugging

Headword:
ἀνδρογόνος
Headword (normalized):
ἀνδρογόνος
Headword (normalized/stripped):
ανδρογονος
IDX:
5101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5102
Key:
ἀνδρογόνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-γόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδρο-γόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a day that is auspicious</Indic><Tr>for the birth of a male child</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδρογόνος'}