Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδριαντοποιητικός
ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβᾱλος
ἀνδροκτασίᾱ
ἀνδροκτονέω
View word page
ἀνδρο-γίγας
ἀνδρο-γίγαςαντοςmman as big and strong as a giantgiant of a manCall.

ShortDef

giant-man

Debugging

Headword:
ἀνδρογίγας
Headword (normalized):
ἀνδρογίγας
Headword (normalized/stripped):
ανδρογιγας
IDX:
5100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5101
Key:
ἀνδρογίγας

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρο-γίγας</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρο-γίγας</HL><Infl>αντος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>man as big and strong as a giant</Def><Tr>giant of a man</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδρογίγας'}