Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρηλατέω
ἀνδρίᾱ
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιητικός
ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάικτος
ἀνδροδάμᾱς
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
View word page
ἀνδρίον
ἀνδρίονουndimin.ἀνήρ wretched little manAr. Theoc.

ShortDef

a manikin

Debugging

Headword:
ἀνδρίον
Headword (normalized):
ἀνδρίον
Headword (normalized/stripped):
ανδριον
IDX:
5096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5097
Key:
ἀνδρίον

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἀνήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wretched little man</Tr><Au>Ar. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδρίον'}