Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρεραστρίᾱ
ἄνδρεσι
ἀνδρεών
ἀνδρηίη
ἀνδρηλατέω
ἀνδρίᾱ
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιητικός
ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
View word page
ἀνδριαντο-ποιός
ἀνδριαντο-ποιόςοῦmἀνδριάςποιέω statue-makersculptorPi. Pl. X. Arist.

ShortDef

a statue-maker, statuary, sculptor

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιος
IDX:
5092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5093
Key:
ἀνδριαντοποιός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδριαντο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδριαντο-ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀνδριάς</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>statue-maker</Def><Tr>sculptor</Tr><Au>Pi. Pl. X. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδριαντοποιός'}