Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεραστρίᾱ
ἄνδρεσι
ἀνδρεών
ἀνδρηίη
ἀνδρηλατέω
ἀνδρίᾱ
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιητικός
ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστί
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
View word page
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιέωcontr.vbἀνδριαντοποιός make statuesbe a sculptorX.

ShortDef

to make statues

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιεω
IDX:
5089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5090
Key:
ἀνδριαντοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδριαντοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνδριαντοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνδριαντοποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>make statues</Def><Tr>be a sculptor</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνδριαντοποιέω'}