Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδραποδωδίᾱ
ἀνδράριον
ἀνδράσι
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρείᾱ
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεραστρίᾱ
ἄνδρεσι
ἀνδρεών
ἀνδρηίη
ἀνδρηλατέω
ἀνδρίᾱ
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιητικός
ἀνδριαντοποιίᾱ
ἀνδριαντοποιός
View word page
ἀνδρ-εραστρίᾱ
ἀνδρ-εραστρίᾱᾱςfἐραστής passionate lover of menman-chaserAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρεραστρίᾱ
Headword (normalized):
ἀνδρεραστρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανδρεραστρια
IDX:
5082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5083
Key:
ἀνδρεραστρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρ-εραστρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρ-εραστρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἐραστής</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>passionate lover of men</Def><Tr>man-chaser</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδρεραστρίᾱ'}