Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδίᾱ
ἀνδράριον
ἀνδράσι
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρείᾱ
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεραστρίᾱ
ἄνδρεσι
ἀνδρεών
ἀνδρηίη
ἀνδρηλατέω
ἀνδρίᾱ
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιητικός
View word page
ἀνδρειότης
ἀνδρειότηςητοςf manlinessX.

ShortDef

bravery

Debugging

Headword:
ἀνδρειότης
Headword (normalized):
ἀνδρειότης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειοτης
IDX:
5080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5081
Key:
ἀνδρειότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδρειότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνδρειότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>manliness</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνδρειότης'}