Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθίᾱ
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδα
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδίᾱ
ἀνδράριον
ἀνδράσι
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρείᾱ
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
View word page
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδιστικόςή όνadj relating to enslavingfem.sb.art of kidnappingPl.

ShortDef

man-stealing, kidnapping

Debugging

Headword:
ἀνδραποδιστικός
Headword (normalized):
ἀνδραποδιστικός
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδιστικος
IDX:
5069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5070
Key:
ἀνδραποδιστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδραποδιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνδραποδιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to enslaving</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of kidnapping</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀνδραποδιστικός'}