Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποχαλῑνόομαι
ἀποχαλκεύομαι
ἀποχαρακόομαι
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονίᾱ
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχυρόομαι
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννῡμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
View word page
ἀπο-χηρόομαι
ἀποχηρόομαιpass.contr.vb be bereftw.gen.of someoneAr.quot.trag.

ShortDef

to be bereft of

Debugging

Headword:
ἀποχηρόομαι
Headword (normalized):
ἀποχηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποχηροομαι
IDX:
506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-507
Key:
ἀποχηρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-χηρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>χηρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be bereft</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Au>Ar.<LblR>quot.trag.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποχηρόομαι'}