Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνδέω
ἄνδημα
ἄνδηρον
ἀνδίδωμι
ἀνδίκτης
ἄνδιχα
Ἀνδοκίδης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθίᾱ
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδα
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
View word page
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθίζομαιmid.vb act bravelyvirtuouslyTh.

ShortDef

to act bravely, honestly, play the honest man

Debugging

Headword:
ἀνδραγαθίζομαι
Headword (normalized):
ἀνδραγαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανδραγαθιζομαι
IDX:
5061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5062
Key:
ἀνδραγαθίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνδραγαθίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνδραγαθίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>act bravely<or/>virtuously</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνδραγαθίζομαι'}