Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναφρόδῑτος
ἀναφρονέω
ἀναφροντίζω
ἀναφυγή
ἀνάφυξις
ἀναφῡ́ρω
ἀναφῡσάω
ἀναφῡσιάω
ἀναφύω
ἀναφωνέω
ἀναφώνημα
ἀναφώνησις
ἀναχάζω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαλάω
ἀναχάσκω
ἀναχέω
ἀναχνοαίνομαι
ἀναχορεύω
ἀναχόω
ἀνάχυσις
View word page
ἀναφώνημα
ἀναφώνημαατοςn loud cry, shoutPlu. acclamationof a commander, by a laudatory titlePlu.

ShortDef

a proclamation

Debugging

Headword:
ἀναφώνημα
Headword (normalized):
ἀναφώνημα
Headword (normalized/stripped):
αναφωνημα
IDX:
5028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5029
Key:
ἀναφώνημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀναφώνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναφώνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>loud cry, shout</Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>acclamation<Expl>of a commander, by a laudatory title</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναφώνημα'}