Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφανδόν
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀναφθείρομαι
ἀναφλάομαι
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
Ἀνάφλυστος
ἀναφλῡ́ω
ἀναφοβέω
ἀναφορᾱ́
ἀναφορέω
ἀνάφορον
ἀναφράζομαι
View word page
ἀνα-φλάομαι
ἀνα-φλάομαιmid.pass.contr.vbLacon.masc.acc.pl.pf. ptcpl.
ἀμπεφλασμένως
pf.ptcpl.in a state of sexual arousal, arousedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναφλάομαι
Headword (normalized):
ἀναφλάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναφλαομαι
IDX:
5006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5007
Key:
ἀναφλάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-φλάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-φλάομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>Lacon.masc.acc.pl.pf. ptcpl.</Lbl><Form>ἀμπεφλασμένως</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.</GLbl><Def>in a state of sexual arousal, aroused</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναφλάομαι'}