Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄναυς
ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφανδόν
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀναφθείρομαι
ἀναφλάομαι
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
Ἀνάφλυστος
ἀναφλῡ́ω
ἀναφοβέω
ἀναφορᾱ́
ἀναφορέω
ἀνάφορον
View word page
ἀνα-φθείρομαι
ἀνα-φθείρομαιpass.vbaor.2
ἀνεφθάρην
colloq., of a personget the hell upw.adv.to a placeAr.

ShortDef

to be undone

Debugging

Headword:
ἀναφθείρομαι
Headword (normalized):
ἀναφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
αναφθειρομαι
IDX:
5005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5006
Key:
ἀναφθείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-φθείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-φθείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>ἀνεφθάρην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>colloq., of a person</Indic><Tr>get the hell up</Tr><Cmpl><GLbl>w.adv.</GLbl>to a place<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναφθείρομαι'}