Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφῡσάω
ἀπόφυσις
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλῑνόομαι
ἀποχαλκεύομαι
ἀποχαρακόομαι
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονίᾱ
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
View word page
ἀπο-χειροβίωτος
ἀποχειροβίωτος
alsoἀποχειροβίοτοςHdt.
ονadjχείρβιόω
of a farmer, fishermanearning a living with one's handslabouring manually Hdt. X.

ShortDef

living by the work of one's hands

Debugging

Headword:
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized):
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized/stripped):
αποχειροβιωτος
IDX:
499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-500
Key:
ἀποχειροβίωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-χειροβίωτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀπο<hyph/>χειροβίωτος</HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ἀποχειροβίοτος</FmHL><Au>Hdt.</Au></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref><Ref>βιόω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a farmer, fisherman</Indic><Def>earning a living with one's hands</Def><Tr>labouring manually </Tr><Au>Hdt. X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀποχειροβίωτος'}