Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολάζυμαι
ἀπολακτίζω
ἀπολακτισμός
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρῡ́νομαι
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέμητος
ἀπόλεμος
ἀπολεπτῡ́νομαι
View word page
ἀπολαυστός
ἀπολαυστόςόνadj of wealthto be enjoyedPlu.

ShortDef

enjoyed, enjoyable

Debugging

Headword:
ἀπολαυστός
Headword (normalized):
ἀπολαυστός
Headword (normalized/stripped):
απολαυστος
IDX:
49
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-50
Key:
ἀπολαυστός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπολαυστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπολαυστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of wealth</Indic><Tr>to be enjoyed</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπολαυστός'}