Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνατολμάω
ἄνᾱτος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρῑ́βω
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροφή
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
ἀναύδητος
ἄναυδος
ἄναυλος
ἀναυμάχιον
ἀναυξής
Ἄναυρος
ἄναυς
ἀναύχην
View word page
ἀνατροφή
ἀνατροφήῆςfἀνατρέφω bringing upw.gen.of childrenPlu.

ShortDef

education

Debugging

Headword:
ἀνατροφή
Headword (normalized):
ἀνατροφή
Headword (normalized/stripped):
ανατροφη
IDX:
4986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4987
Key:
ἀνατροφή

Data

{'headword_display': '<b>ἀνατροφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνατροφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνατρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bringing up<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of children</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνατροφή'}