Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποφράς
ἀποφράττω
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφῡσάω
ἀπόφυσις
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλῑνόομαι
ἀποχαλκεύομαι
ἀποχαρακόομαι
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονίᾱ
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
View word page
ἀπο-χαλκεύομαι
ἀποχαλκεύομαιpass.vb of the teeth of a spear-headbe forged from bronzeX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχαλκεύομαι
Headword (normalized):
ἀποχαλκεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποχαλκευομαι
IDX:
497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-498
Key:
ἀποχαλκεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-χαλκεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>χαλκεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of the teeth of a spear-head</Indic><Tr>be forged from bronze</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποχαλκεύομαι'}