Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνατήκομαι
ἀνάτηξις
ἀνᾱτῑ́
ἀνατίθημι
ἀνατῑμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνᾱτος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρῑ́βω
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροφή
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
View word page
ἀνατρεπτικός
ἀνατρεπτικόςή όνadjἀνατρέπωliable to overturnof a practicesubversivew.gen.of a city, compared to a shipPl.

ShortDef

likely to upset

Debugging

Headword:
ἀνατρεπτικός
Headword (normalized):
ἀνατρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
ανατρεπτικος
IDX:
4978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4979
Key:
ἀνατρεπτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνατρεπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνατρεπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνατρέπω</Ref></Ety></HG><aS1><Def>liable to overturn</Def><aS2><Indic>of a practice</Indic><Tr>subversive<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a city, compared to a ship</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀνατρεπτικός'}