Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράττω
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφῡσάω
ἀπόφυσις
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλῑνόομαι
ἀποχαλκεύομαι
ἀποχαρακόομαι
ἀποχειροβίωτος
ἀπόχειρος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονίᾱ
ἀποχετεύω
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
View word page
ἀπο-χαλῑνόομαι
ἀποχαλῑνόομαιpass.contr.vb of a horsebe unbridledX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποχαλῑνόομαι
Headword (normalized):
ἀποχαλῑνόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποχαλινοομαι
IDX:
496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-497
Key:
ἀποχαλῑνόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-χαλῑνόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>χαλῑνόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a horse</Indic><Tr>be unbridled</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποχαλῑνόομαι'}