Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατήκομαι
ἀνάτηξις
ἀνᾱτῑ́
ἀνατίθημι
ἀνατῑμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνᾱτος
ἀνατρεπτικός
View word page
ἀνα-τήκομαι
ἀνα-τήκομαιpass.vb of snowmelt, thawPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνατήκομαι
Headword (normalized):
ἀνατήκομαι
Headword (normalized/stripped):
ανατηκομαι
IDX:
4968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4969
Key:
ἀνατήκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-τήκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-τήκομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of snow</Indic><Tr>melt, thaw</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνατήκομαι'}