Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασωρεύομαι
ἀνατάμνω
ἀνατανύω
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατήκομαι
ἀνάτηξις
ἀνᾱτῑ́
ἀνατίθημι
ἀνατῑμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
View word page
ἀνατειχισμός
ἀνατειχισμόςοῦm rebuilding of wallsX.

ShortDef

a rebuilding of the walls

Debugging

Headword:
ἀνατειχισμός
Headword (normalized):
ἀνατειχισμός
Headword (normalized/stripped):
ανατειχισμος
IDX:
4965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4966
Key:
ἀνατειχισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνατειχισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνατειχισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>rebuilding of walls</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνατειχισμός'}