Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασῴζω
ἀνασωρεύομαι
ἀνατάμνω
ἀνατανύω
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατήκομαι
ἀνάτηξις
ἀνᾱτῑ́
ἀνατίθημι
ἀνατῑμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατλῆναι
View word page
ἀνα-τειχίζω
ἀνα-τειχίζωvb rebuildwallsX.

ShortDef

to rebuild

Debugging

Headword:
ἀνατειχίζω
Headword (normalized):
ἀνατειχίζω
Headword (normalized/stripped):
ανατειχιζω
IDX:
4964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4965
Key:
ἀνατειχίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-τειχίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-τειχίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>rebuild</Tr><Obj>walls<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνατειχίζω'}