Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασχίζω
ἀνασχινδυλεύομαι
ἀνάσχου
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύομαι
ἀνατάμνω
ἀνατανύω
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατήκομαι
ἀνάτηξις
ἀνᾱτῑ́
ἀνατίθημι
View word page
ἀνατατικός
ἀνατατικόςή όνadjἀνατείνωof lettersthreateningPlb. ἀνατατικῶςadv threateninglyref. to speakingPlb.

ShortDef

threatening

Debugging

Headword:
ἀνατατικός
Headword (normalized):
ἀνατατικός
Headword (normalized/stripped):
ανατατικος
IDX:
4961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4962
Key:
ἀνατατικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνατατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνατατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνατείνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of letters</Indic><Tr>threatening</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ἀνατατικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>threateningly</Tr><ModVb>ref. to speaking<Au>Plb.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ἀνατατικός'}