Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασῡ́ρομαι
ἀνασχεθέειν
ἀνάσχεσις
ἀνασχετός
ἀνασχήσω
ἀνασχίζω
ἀνασχινδυλεύομαι
ἀνάσχου
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύομαι
ἀνατάμνω
ἀνατανύω
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
View word page
ἀνατάμνω
ἀνατάμνωdial.vbseeἀνατέμνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνατάμνω
Headword (normalized):
ἀνατάμνω
Headword (normalized/stripped):
αναταμνω
IDX:
4956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4957
Key:
ἀνατάμνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνατάμνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνατάμνω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνατέμνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνατάμνω'}