Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάστρεμμα
ἀναστρέφω
ἀναστροφή
ἀναστρωφάω
ἀνασῡ́ρομαι
ἀνασχεθέειν
ἀνάσχεσις
ἀνασχετός
ἀνασχήσω
ἀνασχίζω
ἀνασχινδυλεύομαι
ἀνάσχου
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύομαι
ἀνατάμνω
ἀνατανύω
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσομαι
ἀνατατικός
ἀνᾱτεί
View word page
ἀνα-σχινδυλεύομαι
ἀνα-σχινδυλεύομαιv.l.ἀνασκινδυλεύομαιpass.vbreltd.σκινδάλαμοι of a personbe impaledPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνασχινδυλεύομαι
Headword (normalized):
ἀνασχινδυλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασχινδυλευομαι
IDX:
4952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4953
Key:
ἀνασχινδυλεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-σχινδυλεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-σχινδυλεύομαι<VL><Lbl>v.l.</Lbl><FmHL>ἀνασκινδυλεύομαι</FmHL></VL></HL><PS>pass.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>σκινδάλαμοι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be impaled</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνασχινδυλεύομαι'}