Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάστειρος
ἀναστέλλω
ἀναστενάζω
ἀναστεναχίζω
ἀναστενάχω
ἀναστένω
ἀναστέφω
ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστρατοπεδείᾱ
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρέφω
ἀναστροφή
ἀναστρωφάω
ἀνασῡ́ρομαι
ἀνασχεθέειν
ἀνάσχεσις
ἀνασχετός
ἀνασχήσω
ἀνασχίζω
View word page
ἀνα-στρατοπεδεύω
ἀνα-στρατοπεδεύωvb of soldiersbreak camp, decampPlb.

ShortDef

move camp

Debugging

Headword:
ἀναστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἀναστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
αναστρατοπεδευω
IDX:
4941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4942
Key:
ἀναστρατοπεδεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-στρατοπεδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-στρατοπεδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of soldiers</Indic><Tr>break camp, decamp</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναστρατοπεδεύω'}