Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἀνασπογγίζω
ἄνασσα
ἀνασσείω
ἀνάσσω
ἀνᾴσσω
ἀνασταδόν
ἀνασταλύζω
ἀνάστασις
ἀναστατήρ
ἀνάστατος
ἀναστατόω
ἀνασταυρόω
ἀνασταχύω
View word page
ἀνασσείω
ἀνασσείωep.vbseeἀνασείω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνασσείω
Headword (normalized):
ἀνασσείω
Headword (normalized/stripped):
ανασσειω
IDX:
4920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4921
Key:
ἀνασσείω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνασσείω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνασσείω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνασείω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνασσείω'}