Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννῡμι
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἀνασπογγίζω
ἄνασσα
ἀνασσείω
ἀνάσσω
ἀνᾴσσω
ἀνασταδόν
ἀνασταλύζω
ἀνάστασις
View word page
ἀνα-σπαράσσω
ἀνα-σπαράσσωvb of Bacchantstear uptree-rootsE.

ShortDef

to tear up

Debugging

Headword:
ἀνασπαράσσω
Headword (normalized):
ἀνασπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
ανασπαρασσω
IDX:
4915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4916
Key:
ἀνασπαράσσω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-σπαράσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-σπαράσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Bacchants</Indic><Tr>tear up</Tr><Obj>tree-roots<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνασπαράσσω'}