Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασθμαίνω
ἀνάσιλλος
ἀνάσῑμος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννῡμι
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκοπέω
ἀνασοβέω
ἀνασπαράσσω
ἀνασπαστός
ἀνασπάω
ἀνασπογγίζω
ἄνασσα
ἀνασσείω
View word page
ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκινδυλεύομαιpass.vbseeἀνασχινδυλεύομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνασκινδυλεύομαι
Headword (normalized):
ἀνασκινδυλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασκινδυλευομαι
IDX:
4910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4911
Key:
ἀνασκινδυλεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνασκινδυλεύομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνασκινδυλεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνασχινδυλεύομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνασκινδυλεύομαι'}