Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάρτιος
ἀναρυβδέω
ἀναρύω
ἀναρχίᾱ
ἄναρχος
ἀνασάττομαι
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασθμαίνω
ἀνάσιλλος
ἀνάσῑμος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννῡμι
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
View word page
ἀν-ασθμαίνω
ἀν-ασθμαίνωvb gasp for breathE.

ShortDef

breathe with difficulty

Debugging

Headword:
ἀνασθμαίνω
Headword (normalized):
ἀνασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ανασθμαινω
IDX:
4902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4903
Key:
ἀνασθμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ασθμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-ασθμαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>gasp for breath</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνασθμαίνω'}