Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάρτημαι
ἀνάρτιος
ἀναρυβδέω
ἀναρύω
ἀναρχίᾱ
ἄναρχος
ἀνασάττομαι
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασθμαίνω
ἀνάσιλλος
ἀνάσῑμος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννῡμι
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκινδυλεύομαι
ἀνασκιρτάω
View word page
ἀνα-σεύομαι
ἀνα-σεύομαιmid.vbep.3sg.athem.aor.
ἀνέσσυτο
of bloodspurt upfr. a woundIl.

ShortDef

sprang forth, spouted up

Debugging

Headword:
ἀνασεύομαι
Headword (normalized):
ἀνασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασευομαι
IDX:
4901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4902
Key:
ἀνασεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνα-σεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνα-σεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.athem.aor.</Lbl><Form>ἀνέσσυτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of blood</Indic><Tr>spurt up<Expl>fr. a wound</Expl></Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνασεύομαι'}