Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναρτάω
ἀνάρτημαι
ἀνάρτιος
ἀναρυβδέω
ἀναρύω
ἀναρχίᾱ
ἄναρχος
ἀνασάττομαι
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασθμαίνω
ἀνάσιλλος
ἀνάσῑμος
ἀνασκάπτω
ἀνασκεδάννῡμι
ἀνασκέπτομαι
ἀνασκευάζω
ἀνάσκητος
ἀνασκινδυλεύομαι
View word page
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασελγαίνομαιpass.vbseeἐνασελγαίνομαι

ShortDef

behave wantonly

Debugging

Headword:
ἀνασελγαίνομαι
Headword (normalized):
ἀνασελγαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασελγαινομαι
IDX:
4900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4901
Key:
ἀνασελγαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀνασελγαίνομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνασελγαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐνασελγαίνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνασελγαίνομαι'}