Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποφλαυρίζω
ἀποφλύζω
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορᾱ́
ἀποφορτίζομαι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράττω
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφῡσάω
ἀπόφυσις
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλῑνόομαι
ἀποχαλκεύομαι
ἀποχαρακόομαι
ἀποχειροβίωτος
View word page
ἀπο-φυγγάνω
ἀποφυγγάνωvb cease to be prosecutedbe acquittedD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποφυγγάνω
Headword (normalized):
ἀποφυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
αποφυγγανω
IDX:
489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-490
Key:
ἀποφυγγάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-φυγγάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>φυγγάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>cease to be prosecuted</Def><Tr>be acquitted</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποφυγγάνω'}