Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναρρῑ́πτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρυβδέω
Ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννῡμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀνάρτημαι
ἀνάρτιος
ἀναρυβδέω
ἀναρύω
ἀναρχίᾱ
ἄναρχος
ἀνασάττομαι
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασθμαίνω
ἀνάσιλλος
View word page
ἀναρυβδέω
ἀναρυβδέωcontr.vbseeἀναρρυβδέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναρυβδέω
Headword (normalized):
ἀναρυβδέω
Headword (normalized/stripped):
αναρυβδεω
IDX:
4893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4894
Key:
ἀναρυβδέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀναρυβδέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀναρυβδέω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναρρυβδέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀναρυβδέω'}