Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάρρησις
ἀναρρῑπίζω
ἀναρρῑ́πτω
ἀναρριχάομαι
ἀναρρυβδέω
Ἀνάρρυσις
ἀναρρύω
ἀναρρώννῡμι
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀνάρτημαι
ἀνάρτιος
ἀναρυβδέω
ἀναρύω
ἀναρχίᾱ
ἄναρχος
ἀνασάττομαι
ἀνασειράζω
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
View word page
ἀν-άρτημαι
ἀν-άρτημαιIon.pf.mid.contr.vbἀρτέομαι be readyresolvedw.inf.to do sthg.Hdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάρτημαι
Headword (normalized):
ἀνάρτημαι
Headword (normalized/stripped):
αναρτημαι
IDX:
4891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4892
Key:
ἀνάρτημαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άρτημαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-άρτημαι</HL><PS>Ion.pf.mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀρτέομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be ready<or/>resolved</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνάρτημαι'}