Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστίᾱ
ἀνάρμοστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀνάρπαστος
ἀναρρέω
ἀναρρήγνῡμι
ἀναρρηθήσομαι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρῑπίζω
ἀναρρῑ́πτω
ἀναρριχάομαι
View word page
ἀναρπαγή
ἀναρπαγήῆςfact of seizing and carrying offabductionof Helen, by ParisE.pl.

ShortDef

re-capture

Debugging

Headword:
ἀναρπαγή
Headword (normalized):
ἀναρπαγή
Headword (normalized/stripped):
αναρπαγη
IDX:
4874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4875
Key:
ἀναρπαγή

Data

{'headword_display': '<b>ἀναρπαγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναρπαγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>act of seizing and carrying off</Def><Tr>abduction<Expl>of Helen, by Paris</Expl></Tr><Au>E.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναρπαγή'}