Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστίᾱ
ἀνάρμοστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀνάρπαστος
ἀναρρέω
ἀναρρήγνῡμι
ἀναρρηθήσομαι
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρρῑπίζω
View word page
ἀναροιβδέω
ἀναροιβδέωcontr.vbseeἀναρρυβδέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναροιβδέω
Headword (normalized):
ἀναροιβδέω
Headword (normalized/stripped):
αναροιβδεω
IDX:
4872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4873
Key:
ἀναροιβδέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀναροιβδέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀναροιβδέω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναρρυβδέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀναροιβδέω'}