Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπτῡ́ω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἀνάπωτις
ἀνάργυρος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστίᾱ
ἀνάρμοστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀνάρπαστος
View word page
ἀν-ᾱ́ριστος
ἀν-ᾱ́ριστοςονadjᾱ̓́ριστον lacking breakfastX. Theoc. Plb.neut.sb.lack of breakfastX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνᾱ́ριστος
Headword (normalized):
ἀνᾱ́ριστος
Headword (normalized/stripped):
αναριστος
IDX:
4866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4867
Key:
ἀνᾱ́ριστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ᾱ́ριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-ᾱ́ριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ᾱ̓́ριστον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>lacking breakfast</Tr><Au>X. Theoc. Plb.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>lack of breakfast</Def><Au>X.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἀνᾱ́ριστος'}