Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτῡ́ω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἀνάπωτις
ἀνάργυρος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστίᾱ
ἀνάρμοστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάγδην
View word page
ἀν-αριθμέομαι
ἀν-αριθμέομαιmid.contr.vbἀνά make a full enumerationof relevant pointsD.

ShortDef

to enumerate

Debugging

Headword:
ἀναριθμέομαι
Headword (normalized):
ἀναριθμέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναριθμεομαι
IDX:
4863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4864
Key:
ἀναριθμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-αριθμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν-αριθμέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>make a full enumeration<Expl>of relevant points</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀναριθμέομαι'}