Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτῡ́ω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἀνάπωτις
ἀνάργυρος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστίᾱ
ἀνάρμοστος
View word page
ἀν-άργυρος
ἀν-άργυροςονadjprivatv.prfx. of personslacking silverPl.

ShortDef

without silver: without money

Debugging

Headword:
ἀνάργυρος
Headword (normalized):
ἀνάργυρος
Headword (normalized/stripped):
αναργυρος
IDX:
4861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4862
Key:
ἀνάργυρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-άργυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-άργυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.</Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>lacking silver</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάργυρος'}