Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτῡ́ω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
ἀνάπυστος
ἀνάπωτις
ἀνάργυρος
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀνᾱ́ριστος
ἀνᾱρίτᾱς
ἄναρκτος
ἀναρμοστέω
View word page
ἀνάπυστος
ἀνάπυστοςονadj of factslearned, found outOd. Hdt.

ShortDef

ascertained, notorious

Debugging

Headword:
ἀνάπυστος
Headword (normalized):
ἀνάπυστος
Headword (normalized/stripped):
αναπυστος
IDX:
4859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4860
Key:
ἀνάπυστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνάπυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνάπυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of facts</Indic><Tr>learned, found out</Tr><Au>Od. Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνάπυστος'}