Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορᾱ́
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλύζω
ἀποφοιβάζω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορᾱ́
ἀποφορτίζομαι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφράττω
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφῡσάω
ἀπόφυσις
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
View word page
ἀπο-φορτίζομαι
ἀποφορτίζομαιmid.vb of a shipdischargeits cargoNT.

ShortDef

discharge one's cargo

Debugging

Headword:
ἀποφορτίζομαι
Headword (normalized):
ἀποφορτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποφορτιζομαι
IDX:
485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-486
Key:
ἀποφορτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-φορτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>φορτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a ship</Indic><Tr>discharge</Tr><Obj>its cargo<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποφορτίζομαι'}