Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπομπή
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτῡ́ω
ἀνάπτω
ἀναπυνθάνομαι
View word page
ἀν-απόνιπτος
ἀν-απόνιπτοςονadjprivatv.prfx.,ἀπονίζω without washing one's handsafter dinnerAr. Thphr.

ShortDef

unwashen

Debugging

Headword:
ἀναπόνιπτος
Headword (normalized):
ἀναπόνιπτος
Headword (normalized/stripped):
αναπονιπτος
IDX:
4848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4849
Key:
ἀναπόνιπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-απόνιπτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀν-απόνιπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἀπονίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>without washing one's hands<Expl>after dinner</Expl></Tr><Au>Ar. Thphr.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀναπόνιπτος'}