Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπομπή
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτῡ́ω
View word page
ἀναπομπή
ἀναπομπήῆςfἀναπέμπω transportingof a prisonerPlb.

ShortDef

a sending up

Debugging

Headword:
ἀναπομπή
Headword (normalized):
ἀναπομπή
Headword (normalized/stripped):
αναπομπη
IDX:
4846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4847
Key:
ἀναπομπή

Data

{'headword_display': '<b>ἀναπομπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀναπομπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀναπέμπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>transporting<Expl>of a prisoner</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀναπομπή'}