Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπόκριτος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπομπή
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπρᾱ́σσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτήσομαι
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
View word page
ἀν-απολόγητος
ἀν-απολόγητοςονadjprivatv.prfx.,ἀπολογέομαι of speech or conductinexcusablePlb. Plu.

ShortDef

inexcusable

Debugging

Headword:
ἀναπολόγητος
Headword (normalized):
ἀναπολόγητος
Headword (normalized/stripped):
αναπολογητος
IDX:
4845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4846
Key:
ἀναπολόγητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-απολόγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν-απολόγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>ἀπολογέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of speech or conduct</Indic><Tr>inexcusable</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀναπολόγητος'}